απευχή — η το να εύχεται κανείς να μη συμβεί κάτι: Το «Θεός φυλάξοι» είναι απευχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεύχῃ — ἀπεύχομαι wish pres subj mp 2nd sg ἀπεύχομαι wish pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεύχηι — ἀπεύχῃ , ἀπεύχομαι wish pres subj mp 2nd sg ἀπεύχῃ , ἀπεύχομαι wish pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευχήν — ἀπευχή deprecation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
απήγανος — απήγανος, ο και απήγανο, το το φυτό ρυτή η βαρύοσμη· φρ. «ξορκισμένος με τον απήγανο», απευχή για ανεπιθύμητα πρόσωπα ή πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ας — (προήλθε με συγκοπή από την αρχαία προστακτική άφες), μόριο που σημαίνει 1. προτροπή: Ας πάμε απόψε να τον επισκεφθούμε. 2. συγκατάθεση: Ας έρθει τότε να μας δει. 3. αδιαφορία: Ας κλαίει το μωρό, δε θα πάθει τίποτε. 4. ευχή ή απευχή: Ας είχα και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)